καταστρώνω

καταστρώνω
(AM καταστρώννυμι, Μ και καταστρωννύω, Α και καταστρωννύω)
1. στρώνω κάτω, απλώνω κάτι στο έδαφος
2. καλύπτω, επικαλύπτω («τὸ πεδίον ἅπαν νεκρῶν κατεστρώθη», Διόδ. Σικ.)
νεοελλ.
μτφ. (σχετικά με σχέδια, προγράμματα κ.λπ.) συντάσσω, καταρτίζω, προμελετώ, προετοιμάζω
μσν.
κατατάσσω, διευθετώ
μσν.-αρχ.
παθ. καταστρώννυμαι
(για φυτά) εξαπλώνομαι, απλώνω, εκτείνομαι
αρχ.
1. ρίχνω κάτω, ξαπλώνω καταγής
2. καταβάλλω, σκοτώνω («δάμαρτα καὶ παῑδ' ἑνὶ κατέστρωσεν βέλει», Ευρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταστρώνω — καταστρώνω, κατέστρωσα και κατάστρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταστρώνω — κατάστρωσα, καταστρώθηκα, καταστρωμένος, συντάσσω, καταρτίζω, προμελετώ: Κατάστρωσαν το σχέδιο επίθεσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταστρώννυμι — και καταστρώνω (Α) βλ. καταστρώνω …   Dictionary of Greek

  • ακατάστρωτος — η, ο [καταστρώνω] 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να καταστρωθεί σύμφωνα με τις επιταγές τής λογικής «ακατάστρωτο πρόβλημα» 2. εκείνος που δεν έχει ερευνηθεί με περίσκεψη ή δεν έχει διατυπωθεί λεπτομερώς «τα σχέδια του για το μέλλον είναι… …   Dictionary of Greek

  • κατάστρωμα — το (AM κατάστρωμα) [καταστρώννυμι] 1. η ενέργεια και, κυρίως, το αποτέλεσμα τού καταστρώνω, μέρος τεχνητά επιστρωμένο 2. ναυτ. επίστρωμα οριζόντιο μικρής καμπυλότητας το οποίο καλύπτει το κοίλο τού σκάφους σε όλο το μήκος του με σκοπό να… …   Dictionary of Greek

  • καταστορέννυμι — (AM) μσν. καταστρώνω, εξαπλώνω αρχ. 1. εκτείνω, απλώνω κάτι από πάνω, καλύπτω, σκεπάζω με κάτι 2. στρώνω κάτι πάνω σε μια επιφάνεια 3. ξαπλώνω καταγής κάποιον, σκοτώνω κάποιον 4. (για θάλασσα) καταπραΰνω, καταπαύω τα κύματα 5. μτφ. καθιστώ κάτι… …   Dictionary of Greek

  • κατασχηματίζω — (AM) μσν. 1. προσποιούμαι, υποκρίνομαι 2. βάζω στη σειρά καταστρώνω, λογαριάζω ακριβώς αρχ. 1. διαπλάσσω κάτι σε κάποιο σχήμα, σε κάποια μορφή, διαμορφώνω 2. (κατ επέκτ.) περιβάλλω, ντύνω 3. (παθ. και μέσ.) κατασχηματίζομαι παίρνω μορφή ανάλογη… …   Dictionary of Greek

  • προοικονομώ — έω, Α [οἰκονομῶ] 1. οικονομώ, διευθετώ εκ τών προτέρων, καταστρώνω σχέδιο 2. μέσ. προοικονομοῡμαι (ρητ.) προτάσσω στον λόγο …   Dictionary of Greek

  • προστρωννύω — Α καταστρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στρωννύω «στρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • πλέκω — έπλεξα, πλέχτηκα, πλεγμένος 1. με στρίψιμο ή κατάλληλες κινήσεις κάνω καλάθι, δίχτυ, στεφάνι, δαντέλα, κάλτσα. 2. μτφ., σχεδιάζω, καταστρώνω, ετοιμάζω: Έπλεξαν με λουλούδια στεφάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”